- ἀλήμων
- ἀλήμων, der Landstreicher
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλήμων — ἀλήμων ( ονος), ο, η (Α) 1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας 2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης 3. πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι». ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη] … Dictionary of Greek
ἀλήμων — wanderer masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλημόνων — ἀλήμων wanderer masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήμονα — ἀλήμων wanderer masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήμονας — ἀλήμων wanderer masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήμονες — ἀλήμων wanderer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήμονι — ἀλήμων wanderer masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήμονος — ἀλήμων wanderer masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλήμοσι — ἀλήμων wanderer masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλημοσύνη — ἀλημοσύνη, η (Α) [ἀλήμων]περιφορά, περιπλάνηση … Dictionary of Greek
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek